- σπαθέα
- ἡ, Μβλ. σπαθιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταβατικός — ή, ό (AM καταβατικός, ή, όν) [καταβαίνω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάβαση 2. φρ. «καταβατικός άνεμος» άνεμος που κινείται προς τα κάτω, κατά μήκος τής πλαγιάς ενός βουνού, λόγω τής βαρύτητας μσν. φρ. «καταβατική σπαθέα»… … Dictionary of Greek
σπαθιά — η / σπαθία, ΝΜ, και σπαθέα Μ χτύπημα με σπαθί, καθώς και το τραύμα που δημιουργείται από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + κατάλ. έα / ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek